- ενδομυϊκός
- η , ό[ν] внутримышечный;
ενδομυϊκή ένεσις — внутримышечная инъекция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενδομυϊκή ένεσις — внутримышечная инъекция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενδομυϊκός — ή, ό αυτός που γίνεται ή αναπτύσσεται στους μυς τού σώματος («ενδομυϊκές ενέσεις») … Dictionary of Greek
ενδομυϊκός — ή, ό επίρρ. ά που γίνεται ή αναπτύσσεται μέσα στους μύες του σώματος: Ενδομυϊκή ένεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεμφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λέμφο (α. «λεμφικό σύστημα» β. «λεμφικός σάκος» μεγάλος υποδόριος ή ενδομυϊκός χώρος τών άνουρων αμφιβίων, που δημιουργείται από την επιφανειακή ανάπτυξη τού λεμφικού συστήματος και συμβάλλει στη διατήρηση… … Dictionary of Greek